- μαλακίζομαι
- μαλακίζομαιto be softenedpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακίζομαι — μαλακίζομαι, μαλακίστηκα, μαλακισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… … Dictionary of Greek
μαλακίζομαι — μαλακίστηκα, μαλακισμένος, αυνανίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλακίζεσθε — μαλακίζομαι to be softened pres imperat mp 2nd pl μαλακίζομαι to be softened pres ind mp 2nd pl μαλακίζομαι to be softened imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακίζῃ — μαλακίζομαι to be softened pres subj mp 2nd sg μαλακίζομαι to be softened pres ind mp 2nd sg μαλακίζομαι to be softened pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακιζομένων — μαλακίζομαι to be softened pres part mp fem gen pl μαλακίζομαι to be softened pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακιζόμεθα — μαλακίζομαι to be softened pres ind mp 1st pl μαλακίζομαι to be softened imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακιζόμενον — μαλακίζομαι to be softened pres part mp masc acc sg μαλακίζομαι to be softened pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακιοῦσι — μαλακίζομαι to be softened fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) μαλακίζομαι to be softened fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακισθέντα — μαλακίζομαι to be softened aor part pass neut nom/voc/acc pl μαλακίζομαι to be softened aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)